ποντεδερία

ποντεδερία
και ποντεδέρια, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη και περιλαμβάνει πέντε είδη πολυετών υδρόβιων ριζωματωδών φυτών που είναι ιθαγενή τών ελωδών περιοχών τής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pontederia από το ον. τού Ιταλού βοτανολόγου Giulio Pontedera].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”